- ζωγραφικός
- -ή, -ό (AM ζωγραφικός, -ή, -όν) [ζωγράφος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά»)2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική(ενν. τέχνη)μία από τις εικαστικές τέχνες, που έχει ως έργο την αναπαράσταση πάνω σε μια επιφάνεια προσώπων, ζώων ἡ πραγμάτωννεοελλ.1. αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά, πιστά, ο παραστατικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζωγραφικάη αμοιβή τού ζωγράφου για την εκτέλεση ενός ζωγραφικού πίνακααρχ.αυτός που είναι έμπειρος στο ζωγράφισμα.επίρρ...ζωγραφικά και ζωγραφικώς (AM ζωγραφικῶς)από ζωγραφική άποψη ή κατά ζωγραφικό τρόπο, ζωγραφιστά.
Dictionary of Greek. 2013.